- μισεταιρία
- μισεταιρία και μισεταιρεία, ἡ (Α) [μισέταιρος]το μίσος προς τους συντρόφους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισεταιρίαν — μισεταιρίᾱν , μισεταιρία hatred of one s comrades fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)